- κρανιοσκοπικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κρανιοσκοπία.επίρρ...κρανιοσκοπικώς και -άαπό κρανιοσκοπική άποψη.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cranioscopie < αγγλ. cranioscopy «κρανιοσκοπία». Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Π. Βράιλα Αρμένη].
Dictionary of Greek. 2013.